Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Το πρώτο κεφάλαιο του Λάθος αστεριού

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ

Με αφορμή τα γυρίσματα της πρώτης μας εκπομπής που μόλις τελείωσαν,σκεφτήκαμε να ανεβάσουμε το πρώτο κεφάλαιο του Λάθος αστεριού που είναι και το θέμα της πρώτης μας εκπομπής!!!!Σε λίγο καιρό θα μπορείτε να μας ακούσετε να αναλύουμε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα.Κάτω από το πρώτο κεφάλαιο υπάρχει το τρειλερ της ταινίας!!!!

(παιδιά πρέπει να αναφέρουμε οτι το κεφάλαιο το βρήκαμε στο ιντερνετ,υπάρχει περίπτωση να μην είναι αληθινό,απ 'όσο το είδαμε λογικά είναι το ίδιο,αλλά κρατάμε μια επιφύλαξη)




ΑΡΓΑ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ του δέκατου έβδομου χρόνου μου η μητέρα μου αποφάσισε ότι έπασχα από κατάθλιψη, μάλλον γιατί έβγαι­να ελάχιστα από το σπίτι, περνούσα πολύ χρόνο στο κρεβάτι, διά­βαζα το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά, έτρωγα σπάνια και αφιέρωνα σημαντικό μέρος του άφθονου ελεύθερου χρόνου μου σκεπτόμε­νη το θάνατο.
Είτε διαβάζεις κάποιο φυλλάδιο για τον καρκίνο είτε κάποια ιστοσελίδα ή ό,τι άλλο, η κατάθλιψη συμπεριλαμβάνεται πάντο­τε στις παρενέργειες της αρρώστιας.
Στην πραγματικότητα, όμως, η κατάθλιψη δεν είναι παρενέργεια του καρκίνου. Η κατάθλιψη είναι παρενέργεια του ότι πεθαίνεις. (Ο καρκίνος είναι επίσης μια παρενέργεια του ότι πεθαίνεις.
Βασικά, σχεδόν τα πάντα αυτό εί­ναι.) Όμως η μητέρα μου πίστευε ότι χρειαζόμουν θεραπεία, οπό­τε με πήγε στον τακτικό γιατρό μου, τον Τζιμ, ο οποίος συμφώ­νησε ότι πράγματι πελαγοδρομούσα, έρμαιο μιας παραλυτικής και απολύτως κλινικής περίπτωσης κατάθλιψης, και επομένως ότι η φαρμακευτική αγωγή μου έπρεπε να ρυθμιστεί ανάλογα καθώς και ότι όφειλα να συμμετάσχω στις εβδομαδιαίες συναντήσεις μιας Ομάδας Υποστήριξης.Αυτή η Ομάδα Υποστήριξης αποτελούνταν από έναν εναλλασ­σόμενο θίασο ατόμων σε διάφορα στάδια κακοήθους ασθένειας. 
Για ποιο λόγο εναλλασσόταν ο θίασος; Παρενέργεια του ότι πε­θαίνεις κι αυτό.
 Η Ομάδα Υποστήριξης, φυσικά, ήταν καταθλιπτική του θα­νατά. Συναντιόταν κάθε Τετάρτη στο υπόγειο μιας πέτρινης επι­σκοπικής εκκλησίας, χτισμένης σε σχήμα σταυρού.
Καθόμασταν σε κύκλο, καταμεσής του σταυρού, στο σημείο όπου θα ενώνονταν οι δυο σανίδες, εκεί όπου θα βρισκόταν η καρδιά του Ιησού.Αυτό το παρατήρησα γιατί ο Πάτρικ, ο Αρχηγός της Ομάδας Υποστήριξης και το μοναδικό άτομο εκεί μέσα που ήταν πάνω από δεκαοκτώ χρονών, σε κάθε φρικαλέα συνάντησή μας μιλού­σε για την καρδιά του Ιησού, έλεγε ότι εμείς, ως νεαροί επιζώντες του καρκίνου, βρισκόμαστε ακριβώς πάνω στην αγιότατη καρδιά του Χριστού και κάτι τέτοια.Να σας πω, λοιπόν, τι παιζόταν στην καρδιά του Θεού: τα έξι, εφτά ή δέκα μέλη της ομάδας μας μπαίναμε στο δωμάτιο, περ­πατώντας ή τσουλώντας, όπως μπορούσε ο καθένας, βοσκούσαμε κάτι από μια τραγική ποικιλία μπισκότων, κατεβάζαμε λίγη λε­μονάδα, καθόμασταν στον Κύκλο της Εμπιστοσύνης και ακούγα­με τον Πάτρικ να μας αφηγείται για χιλιοστή φορά την καταθλι­πτικά θλιβερή ιστορία της ζωής του, το πώς εμφάνισε καρκίνο στους όρχεις και όλοι νόμιζαν
πως θα πέθαινε, όμως αυτός δεν πέθανε, και να τος τώρα, ένας κανονικός ενήλικας στο υπόγειο μιας εκκλησίας στην 137η καλύτερη πόλη της Αμερικής, χωρι­σμένος, εθισμένος στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, ουσιαστικά χωρίς φίλους, να βγάζει, τρόπος του λέγειν, το ψωμί του αρμέγοντας το καρκινικό παρελθόν του, καθώς προχωρούσε αργά αλλά σταθε­ρά το μεταπτυχιακό του, το οποίο σε τίποτα δε θα βελτίωνε τις προοπτικές της καριέρας του, περιμένοντας, όπως όλοι μας άλ­λωστε, τη δαμόκλειο σπάθη να του προσφέρει τη λύτρωση την οποία απέφυγε πριν από τόσα και τόσα χρόνια, όταν ο καρκίνος τού πήρε μεν τα αρχίδια, αλλά του χάρισε τη ζωή – όπως μόνο κά­ποιος πολύ γενναιόψυχος θα αποκαλούσε αυτό που ζούσε.ΚΙ ΙΣΩΣ ΣΤΑΘΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟΣΟ ΤΥΧΕΡΟΣ!
Στη συνέχεια συστηνόμασταν. Όνομα. Ηλικία. Διάγνωση.
Και πώς είμαστε σήμερα. Με λένε Χέιζελ, έλεγα εγώ, όταν έφτανε η σειρά μου. Είμαι δεκαέξι χρονών. Αρχικά εντοπίστηκε στο θυρε­οειδή, όμως διαθέτω μια εντυπωσιακή όσο και εδραιωμένη μετά­σταση στους πνεύμονες. Και είμαι καλά.Μόλις τελειώναμε με τις συστάσεις, ο Πάτρικ ρωτούσε αν ήθε­λε κάποιος να μοιραστεί τις σκέψεις του με τους υπόλοιπους. Κά­που εκεί ξεκινούσε η ομαδική μαλακία της υποστήριξης: όλοι μι­λούσαν για τη μάχη, τον αγώνα, τη νίκη, τη συρρίκνωση, τους ελέγ­χους.
Για να είμαι δίκαιη με τον Πάτρικ, μας άφηνε να μιλάμε και για το θάνατο. Όμως οι περισσότεροι εκεί μέσα δεν πέθαιναν. Οι περισσότεροι θα προλάβαιναν να ενηλικιωθούν, όπως ο Πάτρικ.(Πράγμα που σημαίνει ότι η κατάσταση ήταν άκρως ανταγω­νιστική, καθώς όλοι ήθελαν όχι μόνο να νικήσουν τον καρκίνο, αλλά και τους άλλους που βρίσκονταν στο δωμάτιο. Εντάξει, το καταλαβαίνω πως είναι παράλογο, όμως όταν γυρνάνε και σου λέ­νε πως έχεις, ας πούμε, πιθανότητα είκοσι τοις εκατό να ζήσεις άλλα πέντε χρόνια, πιάνουν δουλειά τα μαθηματικά και σκέφτε­σαι, δηλαδή μία στις πέντε... οπότε κοιτάζεις τριγύρω και σκέφτε­σαι, όπως θα έκανε κάθε υγιής άνθρωπος: πρέπει να βάλω κάτω τέσσερις από αυτούς τους μπάσταρδους.) 
Το μόνο θετικό αυτής της Ομάδας Υποστήριξης ήταν ένα παι­δί που το έλεγαν Άιζακ, ένας κοκαλιάρης με μακρύ πρόσωπο και ίσια ξανθά μαλλιά που του ’πεφταν στο ένα μάτι.Και το πρόβλημα εντοπιζόταν ακριβώς στα μάτια του.
Είχε εμ­φανίσει μια ασύλληπτα απίθανη μορφή καρκίνου του ματιού. Το ένα μάτι είχε αφαιρεθεί όταν ήταν παιδί και φορούσε κάτι χοντρά γυαλιά που έκαναν τα μάτια του (τόσο το κανονικό όσο και το γυά­λινο) να μοιάζουν πελώρια, λες και ολόκληρο το κεφάλι του ήταν βα­σικά το ψεύτικο και το αληθινό του μάτι που σε κάρφωναν διαρκώς. Απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω στις σπάνιες περιπτώσεις που ο Άιζακ μοιράστηκε κάποιες σκέψεις του με την ομάδα, ο καρκίνος είχε επα­νεμφανιστεί, θέτοντας σε θανάσιμο κίνδυνο και το δεύτερο μάτι.
Ο Άιζακ κι εγώ επικοινωνούσαμε σχεδόν αποκλειστικά μέσω αναστεναγμών. Κάθε φορά που κάποιος σχολίαζε μια αντικαρκι­νική δίαιτα ή τα οφέλη του να σνιφάρεις αλεσμένο πτερύγιο καρ­χαρία ή δεν ξέρω τι άλλο, εκείνος μου έριχνε μια ματιά κι ανα­στέναζε, σχεδόν ανεπαίσθητα. Εγώ κούναγα απειροελάχιστα το κεφάλι μου και ανταπέδιδα τον αναστεναγμό.
Έτσι λοιπόν, η Ομάδα Υποστήριξης ήταν ένα αίσχος, και ύστερα από μερικές βδομάδες είχα αρχίσει να αντιδρώ άσχημα στην όλη φάση. Για την ακρίβεια, την Τετάρτη που γνώρισα τον Ογκάστους Γουότερς έκανα ό,τι μπορούσα για να γλιτώσω από την Ομάδα Υποστήριξης, ενώ καθόμουν στον καναπέ με τη μητέρα μου παρα­κολουθώντας το τρίτο σκέλος του δωδεκάωρου μαραθωνίου του America’s Next Top Model από την προηγούμενη σεζόν, το οποίο οφεί­λω να ομολογήσω ότι είχα ήδη παρακολουθήσει, αλλά και πάλι... Εγώ: «Αρνούμαι να πάω στην Ομάδα Υποστήριξης».
Μαμά: «Ένα από τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι η αδιαφορία για τις δραστηριότητες».
Εγώ: «Σε παρακαλώ, άσε με να δω την εκπομπή. Δραστηριό­τητα είναι κι αυτό».
Μαμά: «Η τηλεόραση είναι παθητικότητα».
Εγώ: «Αμάν, ρε μαμά, σε παρακαλώ».
Μαμά: «Χέιζελ, είσαι έφηβη. Δεν είσαι παιδάκι πια. Πρέπει να κάνεις φίλους, να βγαίνεις από το σπίτι, να ζήσεις τη ζωή σου».
Εγώ: «Αν θες να είμαι έφηβη, μη με στείλεις στην Ομάδα Υπο­στήριξης. Αγόρασέ μου μια ψεύτικη ταυτότητα για να μπορώ να μπαίνω στα κλαμπ, να πίνω βότκα και να ρουφάω τσιγάρα».
Μαμά: «Κατ’ αρχάς, δε λέμε ρουφάω τσιγάρα».
Εγώ: «Βλέπεις, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες θα τις ήξερα αν μου έβρισκες μια ψεύτικη ταυτότητα».Μαμά: «Θα πας στην Ομάδα Υποστήριξης».
Εγώ: «ΜΑΜΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ».Μαμά: «Χέιζελ, σου αξίζει μια ζωή».Το επιχείρημα αυτό με έκανε να το βουλώσω, παρότι δεν μπο­ρούσα να καταλάβω τι σχέση είχε η συμμετοχή στην Ομάδα Υπο­στήριξης με τον ορισμό της ζωής. Πάντως, συμφώνησα να πάω, αφού πρώτα διαπραγματεύτηκα το δικαίωμα να γράψω το ενάμι­σι επεισόδιο του ΑΝΤΜ που θα έχανα.
Πήγαινα στην Ομάδα Υποστήριξης για τον ίδιο λόγο που άλλο­τε είχα επιτρέψει σε νοσοκόμες με μόλις δεκαοκτώ μήνες εκπαίδευ­σης να με δηλητηριάζουν με χημικές ουσίες που είχαν εξωτικές ονο­μασίες: ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου. Μόνο ένα πράγμα είναι χειρότερο από το να τα τεζάρεις από καρκίνο στα δεκαέξι σου, κι αυτό είναι να έχεις ένα παιδί που τα τεζάρει από καρκίνο.
Η μητέρα μου σταμάτησε στο κυκλικό δρομάκι πίσω από την εκ­κλησία στις 4:56. Εγώ έκανα πως κάτι σκάλιζα στη φιάλη οξυγό­νου, απλώς για να κερδίσω λίγο χρόνο.
«Θέλεις να σε βοηθήσω να την πας μέσα;»
«Όχι, εντάξει», είπα εγώ. Η κυλινδρική πράσινη φιάλη ζύγιζε λίγα μόλις κιλά κι εγώ είχα ένα μικρό ατσάλινο καρότσι με το οποίο την έσερνα πίσω μου.
Η φιάλη διοχέτευε δύο λίτρα οξυγό­νο στο σώμα μου κάθε λεπτό μέσω ενός καθετήρα, ενός διαφα­νούς σωλήνα ο οποίος σχημάτιζε διχάλα ακριβώς κάτω από το λαιμό μου, περνούσε πίσω από τα αφτιά μου και συναντιόταν ξα­νά στα ρουθούνια μου. Αυτό το μαραφέτι ήταν απαραίτητο, για­τί αν περίμενα από τους πνεύμονές μου... 
«Σ’ αγαπώ», μου είπε όπως κατέβαινα.
«Κι εγώ, μαμά. Τα λέμε στις έξι».
«Να κάνεις φίλους!» μου είπε πίσω από το κατεβασμένο πα­ράθυρο καθώς απομακρυνόμουν.Δεν ήθελα να κατέβω με το ασανσέρ, γιατί το να παίρνεις το ασανσέρ όταν συμμετέχεις σε Ομάδα Υποστήριξης είναι σαν να ρί­χνεις αυλαία, οπότε πήγα από τη σκάλα.
Πήρα ένα μπισκότο, έβα­λα λίγη λεμονάδα σε ένα πλαστικό κύπελλο και έκανα μεταβολή.Ένα αγόρι με κάρφωνε με το βλέμμα του.Ήμουν σίγουρη πως τον έβλεπα πρώτη φορά. Ψηλός και μυώ­δης χωρίς να είναι φουσκωτός, έμοιαζε με γίγαντα όπως καθόταν σε εκείνη την πλαστική καρέκλα δημοτικού σχολείου. Μαλλιά στο χρώμα του μαονιού, ίσια και κοντά.
Πρέπει να ήταν στην ηλικία μου, ίσως ένα χρόνο μεγαλύτερος. Καθόταν με τον κόκκυγά του στο χείλος της καρέκλας, σε μια επιθετικά άχαρη στάση, με το μι­σό χέρι χωμένο στην τσέπη του σκούρου τζιν παντελονιού του.Απέστρεψα το βλέμμα, έχοντας ξαφνικά πλήρη συναίσθηση των αναρίθμητων ατελειών μου. Φορούσα ένα παλιό τζιν παντε­λόνι, το οποίο κάποτε ήταν εφαρμοστό αλλά τώρα κρεμούσε σε αλλόκοτα σημεία, κι ένα κίτρινο μπλουζάκι με το όνομα μιας μπά­ντας που ούτε καν μου άρεσε πια. Για να μη μιλήσω για τα μαλ­λιά μου: τα είχα κόψει κοντό καρέ και δεν είχα μπει καν στον κό­πο να τα βουρτσίσω. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα μάγουλά μου ήταν πρησμένα λες κι ήμουν μπουκωμένη, παρενέργεια της θεραπείας. Έμοιαζα σαν άτομο κανονικών διαστάσεων που για κεφάλι είχε ένα μπαλόνι. Για να μη σχολιάσω καν τους τουμπα­νιασμένους αστραγάλους μου. Κι όμως, όταν ξέκλεψα μια ματιά προς το μέρος του, το βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι στραμ­μένο πάνω μου.Τότε συνειδητοποίησα τι εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε οπτι­κή επαφή.Πήγα στον κύκλο και κάθισα δίπλα στον Άιζακ, δύο θέσεις πιο πέρα από το αγόρι. Έριξα ξανά μια ματιά προς το μέρος του. Εξακολουθούσε να με παρατηρεί.Λοιπόν, το λέω φόρα παρτίδα για να ξεμπερδεύουμε: ήταν κούκλος. Έτσι και σε καρφώνει ασταμάτητα ένα αγόρι που δεν το λες και κούκλο η κατάσταση είναι στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη και στη χειρότερη μια μορφή επίθεσης.
Αν όμως το αγό­ρι είναι κουκλί... εντάξει.Έβγαλα το κινητό μου και πάτησα ένα πλήκτρο ώστε να εμ­φανιστεί η ώρα: 4:59. Ο κύκλος με τους άτυχους νέους δώδεκα έως δεκαοκτώ χρονών ολοκληρώθηκε, και στη συνέχεια ο Πάτρικ ξεκίνησε τη συνάντηση με την προσευχή της γαλήνης: Θεέ μου, χά-ρισέ μου τη γαλήνη να αποδεχτώ τα πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω, το θάρρος να αλλάξω τα πράγματα που μπορώ και τη σοφία να αντιλαμβά-νομαι τη διαφορά. Ο τύπος εξακολουθούσε να με κόβει.
Ένιωσα να αναψοκοκκινίζω.Τελικά, αποφάσισα πως η σωστή στρατηγική ήταν να κάνω το ίδιο. Άλλωστε, δεν έχουν τα αγόρια το μονοπώλιο του Κοιτάγματος. Έτσι, βάλθηκα να τον κόβω από πάνω μέχρι κάτω, την ώρα που ο Πάτρικ αναγνώριζε για χιλιοστή φορά την αμπαλοσύνη του κτλ., και σύντομα είχαμε ξεκινήσει κόντρα ποιος θα αντέξει να κοιτάξει τον άλλο περισσότερο. Ύστερα από λίγο το αγόρι χαμογέλασε και τε­λικά τα γαλάζια μάτια του στράφηκαν αλλού. Όταν με κοίταξε ξα­νά, εγώ σήκωσα προς τα πάνω τα φρύδια μου, σαν να έλεγα Νίκησα.Σήκωσε τους ώμους του. Ο Πάτρικ συνέχιζε να λέει τα δικά του και τελικά έφτασε η ώρα για τις συστάσεις.
«Άιζακ, ίσως θα ήθελες να μιλήσεις πρώτος σήμερα. Ξέρω ότι αντιμετωπίζεις μια δύσκολη περίοδο».
«Ναι», είπε ο Άιζακ.
«Με λένε Άιζακ. Είμαι δεκαεφτά χρονών. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, σε μια δυο βδομάδες μπαίνω στο χειρουρ­γείο, οπότε μετά θα είμαι τυφλός. Δε θέλω να γκρινιάξω, γιατί ξέ­ρω πως πολλοί εδώ έχουν χειρότερα θέματα, αλλά, εντάξει, θέλω να πω... το να είσαι τυφλός είναι χάλια. Πάντως, η κοπέλα μου με βοηθάει. Και φίλοι όπως ο Ογκάστους». Έγνεψε προς τη μεριά του αγοριού, το οποίο διέθετε πλέον όνομα.
«Αυτά, λοιπόν», συ­νέχισε ο Άιζακ. Κοίταζε τα χέρια του, που τα είχε πλέξει μεταξύ τους.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι».
«Είμαστε στο πλευρό σου, Άιζακ», είπε ο Πάτρικ.
«Ελάτε να το πούμε στον Άιζακ, παιδιά». Κι ύστερα, όλοι μαζί, με μονότονη φω­νή, επαναλάβαμε
«Είμαστε στο πλευρό σου, Άιζακ».Σειρά είχε ο Μάικλ.
Ήταν δώδεκα χρονών. Είχε λευχαιμία. Εκ γενετής. Και ήταν καλά. (Τουλάχιστον έτσι έλεγε ο ίδιος. Είχε πά­ρει το ασανσέρ.)
Η Λίντα ήταν δεκαέξι χρονών και αρκετά όμορφη για να τρα­βήξει την προσοχή του κούκλου. Ήταν τακτικό μέλος της ομάδας – βρισκόταν σε παρατεταμένη περίοδο ύφεσης μιας κακοήθειας της σκωληκοειδούς απόφυσης, που μέχρι να τη γνωρίσω δεν ήξε­ρα καν ότι υπήρχε.
Είπε –όπως έκανε κάθε φορά που συμμετεί­χα στην Ομάδα Υποστήριξης– ότι ένιωθε δυνατή, πράγμα που σ’ εμένα ακουγόταν σαν να καυχιόταν, έτσι όπως την κοίταζα με τα σωληνάκια του οξυγόνου να γαργαλούν τα ρουθούνια μου.
Μεσολάβησαν άλλοι πέντε μέχρι να φτάσουμε στον κούκλο. Εκείνος χαμογέλασε λιγάκι όταν ήρθε η σειρά του. Η φωνή του ήταν σιγανή, καπνιστή και σούπερ σέξι.
«Με λένε Ογκάστους Γου­ότερς», είπε. «Είμαι δεκαεφτά χρονών. Είχα κάποιο θεματάκι με ένα οστεοσάρκωμα πριν από ενάμιση χρόνο, όμως σήμερα βρί­σκομαι εδώ απλώς γιατί μου το ζήτησε ο Άιζακ».«Και πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε ο Πάτρικ.
«Α, τέλεια». Ο Ογκάστους Γουότερς χαμογέλασε με τη μια άκρη του στόματός του. «Όλα καλά, φίλε μου».Όταν ήρθε η σειρά μου, είπα
«Με λένε Χέιζελ. Είμαι δεκαέξι χρονών. Θυρεοειδής με μεταστάσεις στους πνεύμονες. Είμαι καλά».Η ώρα κύλησε όπως συνήθως: περιγραφές μαχών, κερδισμέ­νοι αγώνες στο πλαίσιο ενός πολέμου με βέβαιη κατάληξη την ήτ­τα· ελπίδες από τις οποίες κρατιόταν ο καθένας· λόγια θετικά και αρνητικά για τις οικογένειες· γενική συμφωνία πως οι φίλοι απλώς δεν καταλάβαιναν· δάκρυα· λόγια παρηγοριάς. Ούτε ο Ογκάστους Γουότερς ούτε εγώ είχαμε ξαναμιλήσει, μέχρι τη στιγμή που ο Πά­τρικ είπε: «Ογκάστους, ίσως θα ήθελες να μοιραστείς τους φόβους σου με την ομάδα».«Τους φόβους μου;»
«Ναι».
«Φοβάμαι τη λήθη», είπε, χωρίς να διστάσει στιγμή.
«Τη φο­βάμαι όπως ο παροιμιώδης τυφλός φοβάται το σκοτάδι».
«Πολύ νωρίς, βιάζεσαι», σχολίασε ο Άιζακ, σκάζοντας ένα χα­μόγελο.
«Είπα χοντράδα;» ρώτησε ο Ογκάστους.
«Καμιά φορά, η αναι­σθησία μου τυφλώνει».Ο Άιζακ γελούσε, όμως ο Πάτρικ σήκωσε αυστηρά το δείκτη του και είπε «Ογκάστους, σε παρακαλώ. Ας επιστρέψουμε σ’ εσέ-να και στις δικές σου δυσκολίες. Είπες ότι φοβάσαι τη λήθη;»
«Το είπα», απάντησε ο Ογκάστους.Ο Πάτρικ έμοιαζε να τα έχει χαμένα.
«Μήπως, ε... θα ήθελε κάποιος να το σχολιάσει αυτό;»
Είχα τρία χρόνια να πάω σε κανονικό σχολείο. Οι γονείς μου ήταν οι καλύτεροί μου φίλοι. Ο τρίτος καλύτερός μου φίλος ήταν ένας συγγραφέας που δεν ήξερε καν ότι υπήρχα. Ήμουν αρκετά ντροπαλό άτομο, σίγουρα όχι ο τύπος που σηκώνει το χέρι του.Κι όμως, εκείνη τη φορά, αποφάσισα να μιλήσω. Σήκωσα δει­λά το χέρι μου και ο Πάτρικ, φανερά ενθουσιασμένος, είπε αμέ­σως «Χέιζελ!» Είμαι σίγουρη πως υπέθετε ότι είχα αρχίσει να ανοί­γομαι. Να γίνομαι Μέλος της Ομάδας.Κοίταξα προς το μέρος του Ογκάστους Γουότερς, ο οποίος ανταπέδωσε το βλέμμα. Μπορούσες σχεδόν να δεις πίσω από τα μάτια του, τόσο γαλανά ήταν.
«Θα έρθει κάποια στιγμή», είπα, «που όλοι μας θα είμαστε νεκροί. Όλοι μας. Θα έρθει κάποια στιγμή που δε θα ζει κανένας άνθρωπος για να θυμάται ότι κάποτε υπήρ­ξαν άνθρωποι ή το είδος μας έκανε κάτι.
Δε θα υπάρχει κανείς για να θυμάται τον Αριστοτέλη ή την Κλεοπάτρα, πόσο μάλλον εσένα. Όλα όσα κάναμε, χτίσαμε, γράψαμε, σκεφτήκαμε και ανακαλύ­ψαμε θα ξεχαστούν, κι όλα αυτά» –έγνεψα ολόγυρα– «θα έχουν εξαφανιστεί. Ίσως αυτή η στιγμή να κοντεύει ή μπορεί να απέχει εκατομμύρια χρόνια, όμως ακόμα κι αν επιβιώσουμε από την κα­τάρρευση του ήλιου μας, δε θα επιβιώσουμε για πάντα. Υπήρχε μια εποχή πριν αποκτήσουν συνείδηση οι ζωντανοί οργανισμοί και θα υπάρξει μια τέτοια εποχή και μετά. Κι αν σε ανησυχεί το ανα­πόφευκτο της ανθρώπινης λήθης, θα σου πρότεινα να μη δίνεις σημασία. Άλλωστε, αυτό ακριβώς κάνουν και όλοι οι άλλοι».
Αυτά τα είχα μάθει από τον προαναφερθέντα τρίτο καλύτερό μου φίλο, τον Πέτερ Φαν Χάουτεν, το μοναχικό συγγραφέα της Αυτοκρατορικής Βασάνου, του βιβλίου που για μένα ήταν ό,τι κοντι­νότερο είχα σε Βίβλο.
Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζα ο οποίος έμοιαζε (α) να καταλαβαίνει τι σημαίνει να πεθαίνεις και (β) να μην έχει πεθάνει.Αφού ολοκλήρωσα, ακολούθησε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα σιωπής, καθώς παρατηρούσα ένα χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπο του Ογκάστους – όχι εκείνο το λοξό χαμόγελο του αγο­ριού που προσπαθούσε να είναι σέξι την ώρα που με κάρφωνε με το βλέμμα του, αλλά το πραγματικό του χαμόγελο, το οποίο πα­ραέπεφτε μεγάλο στο πρόσωπό του.
«Τι ’πες τώρα», έκανε σιγα­νά ο Ογκάστους.
«Εσύ δεν παίζεσαι».Κανείς από τους δυο μας δεν ξαναμίλησε στην υπόλοιπη συ­νάντηση. Στο τέλος, πιαστήκαμε όλοι υποχρεωτικά από τα χέρια και ο Πάτρικ προσευχήθηκε.

«Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ, έχουμε συγκεντρωθεί εδώ, στην καρδιά Σου, κυριολεκτικά στην καρδιά Σου.» 


Το τρειλερ της ταινίας 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου